- σπειραντικός
- σπειρ-αντικός, ή, όν, perh.A with wavy blade,
μάχαιραι PLond.2.402v
.21 (ii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μάχαιραι PLond.2.402v
.21 (ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σπειραντικός — ή, όν, Α φρ. «μάχαιραι σπειραντικαί» μαχαίρια με οδοντωτή κόψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπειρῶμαι μέσω αμάρτυρου ρ. *σπειραίνω ή ρηματ. επίθ. *σπειραντός] … Dictionary of Greek